- γεωγραφώ
- (-έω) (AM γεωγραφῶ), -έω) [γεωγράφος]περιγράφω ολόκληρη την επιφάνεια τής γης ή μέρος τηςαρχ.(ουδ. μτχ. παθ. ενεστ.) γεωγραφούμενα, τατα Γεωγραφικά τού Στράβωνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεωγραφώ — γεωγράφησα 1. περιγράφω τα γεωγραφικά φαινόμενα. 2. παριστάνω σε γεωγραφικό χάρτη την επιφάνεια της Γης, χαρτογραφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεωγράφῳ — γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγράφωι — γεωγράφῳ , γεώγραφος earth describing masc/fem/neut dat sg γεωγράφῳ , γεωγράφος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεωγράφητος — η, ο [γεωγραφώ] 1. αυτός που δεν ξέρει γεωγραφία, που δεν έχει γεωγραφικές γνώσεις 2. (για χώρες) αυτός που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά 3. ακατατόπιστος, απληροφόρητος … Dictionary of Greek
γεωγραφίζω — 1. γεωγραφώ* 2. χαρτογραφώ … Dictionary of Greek